- κοίλασμα
- κοίλασμαhollowneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοίλασμα — το (Α κοίλασμα) [κοιλαίνω] η κοίλανση, το κοίλωμα αρχ. 1. αύλακα 2. το εσωτερικό κοίλωμα λύχνου … Dictionary of Greek
κοιλάσμασι — κοίλασμα hollow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάσματι — κοίλασμα hollow neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάσματος — κοίλασμα hollow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)